- διφθερίς
- διφθερίς, η (Α)η διφθέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφθερίδες — διφθερίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek